κρακ

κρακ
το
1. ήχος ξύλου που θραύεται
2. επίλεκτος ίππος που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες νίκης σε ιπποδρομία
3. σύνολο οχυρών που είχαν κατασκευάσει στη Συρία οι σταυροφόροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ηχομιμήσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρακ — το (άκλ., λ. αγγλ.) 1. διαλεγμένο άλογο που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες νίκης σε ιπποδρομία. 2. ο ήχος ξύλου που σπάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ιωαννίτες ιππότες — Μέλη θρησκευτικού ιπποτικού τάγματος, που ιδρύθηκε από τους Σταυροφόρους (1022) στην Ιερουσαλήμ. Ονομάστηκαν έτσι από τον προστάτη άγιό τους, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, αλλά ήταν ακόμα γνωστοί και ως Tάγμα των Ιπποτών της Ρόδου και αργότερα των… …   Dictionary of Greek

  • Κρακοβία — (Krakόw). Πόλη (740.737 κάτ. το 2001) της νότιας Πολωνίας, πρωτεύουσα του βοϊβοδάτου (διοικητική περιφέρεια) Μαλοπόλσκι (15.144 τ. χλμ., 3.226.611 κάτ. το 2000). Είναι χτισμένη στους πρόποδες των Καρπαθίων και κατά μήκος του Βιστούλα, σε υψόμετρο …   Dictionary of Greek

  • ναρκωτικά — Τοξικές ουσίες φυσικής (φυτικής) ή συνθετικής προέλευσης που η χρήση τους προκαλεί εξάρτηση, βλαβερές συνέπειες ή ακόμα και θάνατο. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας οι ομάδες των τοξικών ουσιών που προκαλούν εξάρτηση είτε σωματική είτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”